ὑποκινοῦσαν

ὑποκινοῦσαν
ὑποκινέω
move softly
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
ὑποκῑνοῦσαν , ὑποκινέω
move softly
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ …   Dictionary of Greek

  • Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …   Dictionary of Greek

  • Ορντόνιο — Όνομα βασιλιάδων της Αστρουρίας και της Λεώνης στην Ισπανία. 1. Ο. Α’. Βασιλιάς της Αστουρίας (9ος αι.). Γιος του Ραμΐρου A’, διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο το 850. Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του είναι η μάχη της Ριόχα κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”